αρτεσιανός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρτεσιανός η αρτεσιανή το αρτεσιανό
      γενική του αρτεσιανού της αρτεσιανής του αρτεσιανού
    αιτιατική τον αρτεσιανό την αρτεσιανή το αρτεσιανό
     κλητική αρτεσιανέ αρτεσιανή αρτεσιανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρτεσιανοί οι αρτεσιανές τα αρτεσιανά
      γενική των αρτεσιανών των αρτεσιανών των αρτεσιανών
    αιτιατική τους αρτεσιανούς τις αρτεσιανές τα αρτεσιανά
     κλητική αρτεσιανοί αρτεσιανές αρτεσιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρτεσιανός < γαλλική artésien < Artois

Επίθετο[επεξεργασία]

αρτεσιανός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]