αρχοντογυναίκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχοντογυναίκα θηλυκό (αρσενικό αρχοντάνθρωπος)
- γυναίκα με εμφάνιση και τρόπους που ταιριάζουν σε αρχόντισσα
- γενναιόδωρη
- συχνά δίνει χρήματα σε φιλανθρωπίες, σκέτη αρχοντογυναίκα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχοντογυναίκα
|