ασκημιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασκημιά οι ασκημιές
      γενική της ασκημιάς των ασκημιών
    αιτιατική την ασκημιά τις ασκημιές
     κλητική ασκημιά ασκημιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασκημιά < άσχημος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασκημιά θηλυκό

  1. δυσμορφία, ασκήμια, ασχημία
  2. (μτφ.) ανάρμοστη συμπεριφορά, απρέπεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]