Μετάβαση στο περιεχόμενο

ασλάνης

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Ασλάνης
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασλάνης οι ασλάνηδες
      γενική του ασλάνη των ασλάνηδων
    αιτιατική τον ασλάνη τους ασλάνηδες
     κλητική ασλάνη ασλάνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ασλάνης < (άμεσο δάνειο) τουρκική aslan (λιοντάρι) + -ης < περσική آرسالن (Arsalán)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ασλάνης

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014