αυτοκινητάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοκινητάδα < αυτοκίνητο + -άδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοκινητάδα θηλυκό
- βόλτα με αυτοκίνητο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοκινητάδα
|