αυτοπρομηθευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοπρομηθευτής < αυτο- + προμηθευτής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοπρομηθευτής αρσενικό
- που παράγει και προμηθεύει τον εαυτό του με ένα προϊόν αντί της εξωτερικής αγοράς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοπρομηθευτής
|