αφιλανθρωπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφιλανθρωπία < αρχαία ελληνική ἀφιλανθρωπία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αφιλανθρωπία θηλυκό
- η έλλειψη φιλανθρωπίας, η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του αφιλάνθρωπου
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφιλανθρωπία