βάυλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βάυλος | οι | βάυλοι |
γενική | του | βαΰλου & βάυλου |
των | βαΰλων |
αιτιατική | τον | βάυλο | τους | βαΰλους |
κλητική | βάυλε | βάυλοι | ||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βάυλος < → δείτε τη λέξη βάιλος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈva.i.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βά‐υ‐λος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βάυλος αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βάυλος
→ δείτε τη λέξη βάιλος |
Πηγές
[επεξεργασία]- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.