Μετάβαση στο περιεχόμενο

βαλτόνερο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαλτόνερο τα βαλτόνερα
      γενική του βαλτόνερου των βαλτόνερων
    αιτιατική το βαλτόνερο τα βαλτόνερα
     κλητική βαλτόνερο βαλτόνερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαλτόνερο < βάλτ(ος) + -ό- + -νερο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βαλτόνερο ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]