βαρουξής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βαρουξής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαρουξής οι βαρουξήδες
      γενική του βαρουξή των βαρουξήδων
    αιτιατική τον βαρουξή τους βαρουξήδες
     κλητική βαρουξή βαρουξήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαρουξής < (άμεσο δάνειο) τουρκική varakçı (χρυσοχόος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαρουξής αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014