βαφείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βαφείο | τα | βαφεία |
γενική | του | βαφείου | των | βαφείων |
αιτιατική | το | βαφείο | τα | βαφεία |
κλητική | βαφείο | βαφεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαφείο ουδέτερο
- εργαστήριο/εγκατάσταση βαφής (υφασμάτων ή μετάλλων)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαφείο