βαφικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα βαφικά
      γενική των βαφικών
    αιτιατική τα βαφικά
     κλητική βαφικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαφικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βαφικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαφικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

βαφικά