βιολοντσελίστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βιολοντσελίστα | οι | βιολοντσελίστες |
γενική | της | βιολοντσελίστας | — | |
αιτιατική | τη | βιολοντσελίστα | τις | βιολοντσελίστες |
κλητική | βιολοντσελίστα | βιολοντσελίστες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιολοντσελίστα < βιολοντσελίστ(ας) + -α
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vʝo.lon.t͡seˈli.sta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βιο‐λον‐τσε‐λί‐στα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιολοντσελίστα θηλυκό
- (μουσική, επάγγελμα) θηλυκό του βιολοντσελίστας
- άλλες μορφές: τσελίστα, (βιολοντσελίστρια)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε βιολοντσελίστας
βιολοντσελίστα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)