βουβαμάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βουβαμάρα οι βουβαμάρες
      γενική της βουβαμάρας
    αιτιατική τη βουβαμάρα τις βουβαμάρες
     κλητική βουβαμάρα βουβαμάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βουβαμάρα < βουβ(ός) + -αμάρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βουβαμάρα θηλυκό

  1. η κατάσταση του βουβού
  2. η κατάσταση κατά την οποία κανείς δεν μιλάει, όλοι σωπαίνουν, π.χ. από αμηχανία
    ※  Μόλις μείναμε μόνοι έπεσε μια βουβαμάρα σαν καταχνιά. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]