Μετάβαση στο περιεχόμενο

βουρτσίζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βουρτσίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βουρτσίζω / βυρτσίζω <  δείτε τη λέξη βρούτσα
Γυναίκα που βουρτσίζει τα δόντια της.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vuɾˈt͡si.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βουρτσίζω

βουρτσίζω, αόρ.: βούρτσισα, παθ.φωνή: βουρτσίζομαι, π.αόρ.: βουρτσίστηκα, μτχ.π.π.: βουρτσισμένος

  • καθαρίζω κάτι χρησιμοποιώντας μια βούρτσα
  •   ο λούστρος βούρτσισε τα παπούτσια και τα πέρασε με βερνίκι
  •   o πατέρας μου μου λέει να βουρτσίζω τα δόντια μου

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βουρτσίζω <  δείτε τη λέξη βρούτσα

βουρτσίζω