βρεφοκομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βρεφοκομία θηλυκό
- η επιστήμη της φροντίδας των νεογνών / βρεφών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βρεφοκομία