γαλῆ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
γᾰλεα- γᾰλη- | |||||
ονομαστική | ἡ | γαλέη > γαλῆ | αἱ | γαλέαι > γαλαῖ | |
γενική | τῆς | γαλέης > γαλῆς | τῶν | γαλεῶν > γαλῶν | |
δοτική | τῇ | γαλέῃ > γαλῇ | ταῖς | γαλέαις > γαλαῖς | |
αιτιατική | τὴν | γαλέην > γαλῆν | τὰς | γαλέᾱς > γαλᾶς | |
κλητική ὦ! | γαλέη > γαλῆ | γαλέαι > γαλαῖ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γαλέᾱ > γαλᾶ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | γαλέαιν > γαλαῖν | |||
1η κλίση, ομάδα 'γαλέη γαλῆ', Κατηγορία 'γαλῆ' όπως «γαλῆ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γαλῆ θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) συνηρημένη μορφή του γαλέη
- ※ εἰσὶ δὲ καὶ γαλαῖ ἐν τῷ σιλφίῳ γινόμεναι τῇσι Ταρτησσίῃσι ὁμοιόταται (Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι 4. Μελπομένη 192.3.)
- Υπάρχουν και γατιά, που ζουν μες στο σίλφιο, ολόιδια με της Ταρτησσού (μετάφραση στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας)
- ※ εἰσὶ δὲ καὶ γαλαῖ ἐν τῷ σιλφίῳ γινόμεναι τῇσι Ταρτησσίῃσι ὁμοιόταται (Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι 4. Μελπομένη 192.3.)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γαλέη γαλῆ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'γαλῆ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλῆ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά περισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά περισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις περισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Θηλαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Ζώα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)