γαστρεντερῖτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | γαστρεντερῖτις | αἱ | γαστρεντερίτιδες | ||||
γενική | τῆς | γαστρεντερίτιδος | τῶν | γαστρεντεριτίδων | ||||
δοτική | τῇ | γαστρεντερίτιδι | ταῖς | γαστρεντερίτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | γαστρεντερῖτιν | τὰς | γαστρεντερίτιδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | γαστρεντερῖτι | γαστρεντερίτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαστρεντερῖτις θηλυκό