γειτονόπουλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γειτονόπουλο < γείτονας + υποκοριστικό επίθημα -όπουλο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γειτονόπουλο ουδέτερο
- παιδί που κατοικεί κοντά στο σπίτι κάποιου
- Έξω στις αλάνες παίζαμε με τα γειτονόπουλα την τυφλόμυγα, τη μακριά γαϊδούρα, το κουτσό ή τα πεντόβολα. (Γιάννης Καιροφύλας, Αναμνήσεις ενός Αθηναίου)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γειτονόπουλο
|