γκαρσονάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γκαρσονάκι | τα | γκαρσονάκια |
γενική | του | γκαρσονακιού | των | γκαρσονακιών |
αιτιατική | το | γκαρσονάκι | τα | γκαρσονάκια |
κλητική | γκαρσονάκι | γκαρσονάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκαρσονάκι ουδέτερο
- μικρής ηλικίας γκαρσόνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκαρσονάκι
|