γκελενίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκελενίτης < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
γκελενίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ασβεστοαργιλοπυριτικó ορυκτό (Ca2Al2SiO7)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκελενίτης
|