γκιρίζι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γκιρίζι | τα | γκιρίζια |
γενική | του | γκιριζιού | των | γκιριζιών |
αιτιατική | το | γκιρίζι | τα | γκιρίζια |
κλητική | γκιρίζι | γκιρίζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκιρίζι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκιρίζι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) μέρος που παροχετεύονται τα άχρηστα νερά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκιρίζι
→ δείτε τη λέξη αποχέτευση |
Πηγές[επεξεργασία]
- Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 440.