γκομενάκιας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γκομενάκιας οι γκομενάκηδες
      γενική του γκομενάκια των γκομενάκηδων
    αιτιατική τον γκομενάκια τους γκομενάκηδες
     κλητική γκομενάκια γκομενάκηδες
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκομενάκιας < γκόμενα + -άκιας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκομενάκιας αρσενικό

  • αυτός που έχει συνεχώς το μυαλό του στις γκόμενες και έχει επιτυχία στις επαφές του με το άλλο φύλο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]