γυναικολογική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυναικολογική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου γυναικολογικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γυναικολογική θηλυκό
- κλινική ή νοσοκομειακό τμήμα που ασχολούνται με τη γυναικολογία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γυναικολογική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
γυναικολογική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του γυναικολογικός