γυψοσανιδάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γυψοσανιδάς < γυψοσανίδ(α) + -άς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γυψοσανιδάς αρσενικό
- (επάγγελμα) επαγγελματίας που εγκαθιστά γυψοσανίδες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γυψοσανιδάς
|