γυψοσανίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γυψοσανίδα οι γυψοσανίδες
      γενική της γυψοσανίδας των γυψοσανίδων
    αιτιατική τη γυψοσανίδα τις γυψοσανίδες
     κλητική γυψοσανίδα γυψοσανίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γυψοσανίδα < γυψο- (< γύψος) + σανίδα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γυψοσανίδα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]