δακτυλιόλιθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δακτυλιόλιθος | οι | δακτυλιόλιθοι |
γενική | του | δακτυλιόλιθου & δακτυλιολίθου |
των | δακτυλιόλιθων & δακτυλιολίθων |
αιτιατική | τον | δακτυλιόλιθο | τους | δακτυλιόλιθους & δακτυλιολίθους |
κλητική | δακτυλιόλιθε | δακτυλιόλιθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δακτυλιόλιθος αρσενικό
- ο πολύτιμος λίθος (πετράδι) στο δέσιμο ενός δαχτυλιδιού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δακτυλιόλιθος
|