δείκτης νοημοσύνης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δείκτης νοημοσύνης | οι | δείκτες νοημοσύνης |
γενική | του | ζείκτη νοημοσύνης | των | δεικτών νοημοσύνης |
αιτιατική | τον | δείκτης νοημοσύνης | τους | δείκτες νοημοσύνης |
κλητική | δείκτης νοημοσύνης | δείκτες νοημοσύνης | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δείκτης νοημοσύνης < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Intelligenzquotient
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δείκτης νοημοσύνης αρσενικό
- (ψυχολογία) δείκτης που κατατάσσει την ευφυΐα σε βαθμίδες, ανάλογα με τα αποτελέσματα που προκύπτουν
- (σπάνιο) συντομογραφία: ΔΝ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δείκτης νοημοσύνης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση αρσενικών πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)