Μετάβαση στο περιεχόμενο

δεσμευμένο μόρφημα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεσμευμένο μόρφημα τα δεσμευμένα μορφήματα
      γενική του δεσμευμένου μορφήματος των δεσμευμένων μορφημάτων
    αιτιατική το δεσμευμένο μόρφημα τα δεσμευμένα μορφήματα
     κλητική δεσμευμένο μόρφημα δεσμευμένα μορφήματα
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δεσμευμένο μόρφημα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bound morpheme,  δείτε τις λέξεις δεσμευμένος και μόρφημα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δεσμευμένο μόρφημα ουδέτερο

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]