δηλωσίας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | δηλωσίας | οι | δηλωσίες |
γενική | του/της | δηλωσία | των | δηλωσιών |
αιτιατική | τον/τη | δηλωσία | τους/τις | δηλωσίες |
κλητική | δηλωσία | δηλωσίες | ||
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δηλωσίας αρσενικό ή θηλυκό
- ο κομμουνιστής που σε παλιότερες εποχές υπέγραφε δήλωση ότι αποκηρύσσει την ιδεολογία του