διά πυρός και σιδήρου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διά πυρός και σιδήρου < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική mit Feuer und Schweri. → δείτε τις λέξεις διά, πυρ, και και σίδηρος
Έκφραση[επεξεργασία]
διά πυρός και σιδήρου
- (λόγιο, μεταφορικά) με πολλά βάσανα και ταλαιπωρίες
- (λόγιο) (κυριολεκτικά) με φωτιές και σφαγές
- (κατ’ επέκταση) με εξαναγκασμό, με τη βία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διά πυρός και σιδήρου
Πηγές[επεξεργασία]
- πυρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πυρ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- πυρ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)