διαβάτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διαβάτις | αἱ | διαβάτιδες | ||||
γενική | τῆς | διαβάτιδος | τῶν | διαβατίδων | ||||
δοτική | τῇ | διαβάτιδι | ταῖς | διαβάτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διαβάτιν | τὰς | διαβάτιδας | ||||
κλητική ὦ! | διαβάτι | διαβάτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαβάτις < διαβά(της) + -τις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαβάτις, -ιδος θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- «διαβάτης, κ. -άτις» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .