διαμέλιση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | διαμέλιση | διαμελίσεις |
γενική | διαμέλισης & διαμελίσεως |
διαμελίσεων |
αιτιατική | διαμέλιση | διαμελίσεις |
κλητική | διαμέλιση | διαμελίσεις |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαμέλιση < διαμελίζω + -ση < ελληνιστική κοινή διαμελίζω < διά + μελίζω < αρχαία ελληνική μέλος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.a.ˈmε.li.si/ και /ðʝa.ˈmε.li.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαμέλιση θηλυκό
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαμέλιση
|