διαμέλιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.a.ˈmε.li.si/ και /ðʝa.ˈmε.li.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαμέλιση θηλυκό
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαμέλιση
|