διαολίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαολίζω < διάολ(ος) + -ίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðʝa.oˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δια‐ο‐λί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

διαολίζω, αόρ.: διαόλια, παθ.φωνή: διαολίζομαι, π.αόρ.: διαολίστηκα, μτχ.π.π.: διαολισμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]