διατάκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διατάκτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διατάκτης αρσενικό
- υπεύθυνος διαχειριστής εκταμίευσης δημοσίου χρήματος και αξιοποίησή του σε κυβερνητικές πολιτικές
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κύριος διατάκτης: είναι όσοι (υπουργός, γενικός γραμματέας περιφέρειας, κα) έχουν υποχρεώσεις από αναληφθείσες πιστώσεις προερχόμενες από τον κρατικό προϋπολογισμό, δεν είναι μόνιμοι, αλλά μετακλητοί υπάλληλοι
- δευτερεύων διατάκτης: δημόσιοι λειτουργοί (μόνιμοι) όπου ο κύριος διατάκτης με επιτροπικό ένταλμα μεταβιβάζουν μέρος των πιστώσεων για την έκδωση χρηματικών ενταλμάτων
Σημειώσεις
[επεξεργασία]οι δύο διατάκτες κύριοι ή δευτερεύοντες είναι υπεύθυνοι σε περίπτωση υπεξαίρεσης ή διασπάθισης δημοσίου χρήματος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διατάκτης
|