διαυλοεπιλογέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαυλοεπιλογέας οι διαυλοεπιλογείς
      γενική του διαυλοεπιλογέα των διαυλοεπιλογέων
    αιτιατική τον διαυλοεπιλογέα τους διαυλοεπιλογείς
     κλητική διαυλοεπιλογέα διαυλοεπιλογείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαυλοεπιλογέας < δίαυλ(ος) + -ο- + επιλογέας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διαυλοεπιλογέας αρσενικό

  • (νεολογισμός, σπάνιο) τηλεκοντρόλ
    ※  κατά τη γνώμη μου είναι άστοχο να λες ότι ο «διαυλοεπιλογέας» είναι ακριβέστερος από το τηλεχειριστήριο. Η υπερβολική ακρίβεια δεν είναι προσόν στην ορολογία γιατί εμποδίζει τη γενίκευση. (απάντηση σε σχόλιο στο blog του Νίκου Σαραντάκου, 8/10/2010)
    ※  Ο τηλεθεατής πρέπει να έχει πάντα επιλογές. Και έχει και ένα μεγάλο όπλο στα χέρια του. Ονομάζεται τηλεκοντρόλ ή στα ελληνικά διαυλοεπιλογέας. (Οι Αταίριαστοι του ΣΚΑΪ μιλούν για όλους και για όλα στον Ελεύθερο Τύπο, eleftherostypos.gr, 13/03/2017 [1])
    ※  Πάνος: Ναι, «κάτσε να βγάλω μία selfie.» Ενώ τι θα πεις; «Κάτσε να βγάλω μία…»— Πέτρος: —«Αυτοφωτογραφία;» Πάνος: Ναι, μια αυτοφωτογραφία. Λες «smartphone», δεν θα πεις «έξυπνο κινητό». Πέτρος: Ναι. Τηλεκοντρόλ»· «διαυλοεπιλογέας» είναι στα ελληνικά. «Δώσε μου λίγο τον διαυλοεπιλογέα να αλλάξω κανάλι.» (Καραστάθη Άννα, Έµφυλες και σεξουαλικές διαστάσεις του «ρατσισµού»: Εννοιολογήσεις συνυφασµένων καταπιέσεων στους ΛΟΑΤΚ κινηµατικούς λόγους, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, 30/5/2016 [2])

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]