διαυλοεπιλογέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαυλοεπιλογέας (νεολογισμός) < δίαυλ(ος) + -ο- + επιλογέας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαυλοεπιλογέας αρσενικό
- (σπάνιο) τηλεκοντρόλ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαυλοεπιλογέας
|