διπλάνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διπλάνο τα διπλάνα
      γενική του διπλάνου των διπλάνων
    αιτιατική το διπλάνο τα διπλάνα
     κλητική διπλάνο διπλάνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Διπλάνο Nieuport 23 του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διπλάνο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διπλάνο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]