δισκεκτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δισκεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) η αφαίρεση μέρους ή ολόκληρου του μεσοσπονδύλιου δίσκου από τη σπονδυλική στήλη
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δισκεκτομή