δραματικότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δραματικότης | αἱ | δραματικότητες | ||||
γενική | τῆς | δραματικότητος | τῶν | δραματικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | δραματικότητι | ταῖς | δραματικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | δραματικότητα | τὰς | δραματικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | δραματικότης | δραματικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δραματικότης < δραματικ(ός)- + -ότης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δραματικότης θηλυκό