δωδεκαδακτυλοσκόπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δωδεκαδακτυλοσκόπηση < δωδεκαδάκτυλος + -ο- + -σκόπηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δωδεκαδακτυλοσκόπηση θηλυκό
- (ιατρική) η γαστροσκόπηση, ιδίως στην περιοχή του δωδεκαδακτύλου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δωδεκαδακτυλοσκόπηση
|