εγκατακρήμνιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκατακρήμνιση < εν- + κατακρήμνιση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εγκατακρήμνιση θηλυκό
- (λόγιο) άλλη μορφή του κατακρήμνιση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγκατακρήμνιση
|