εθνικοφροσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εθνικοφροσύνη < εθνικόφρων / εθνικόφρονας + -οσύνη[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εθνικοφροσύνη θηλυκό
- η ιδιότητα, η στάση ή οι ιδέες του εθνικόφρονα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εθνικοφροσύνη
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ εθνικοφροσύνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας