εθνοσύμβουλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εθνοσύμβουλος | οι | εθνοσύμβουλοι |
γενική | του | εθνοσύμβουλου & εθνοσυμβούλου |
των | εθνοσύμβουλων & εθνοσυμβούλων |
αιτιατική | τον | εθνοσύμβουλο | τους | εθνοσύμβουλους & εθνοσυμβούλους |
κλητική | εθνοσύμβουλε | εθνοσύμβουλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εθνοσύμβουλος αρσενικό
- το μέλος μιας εθνοσυνέλευσης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εθνοσύμβουλος
|