ειδησούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ειδησούλα | οι | ειδησούλες |
γενική | της | ειδησούλας | — | |
αιτιατική | την | ειδησούλα | τις | ειδησούλες |
κλητική | ειδησούλα | ειδησούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ειδησούλα < είδηση + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ειδησούλα θηλυκό
- υποκοριστικό του είδηση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ειδησούλα
|