εκγλύφανο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εκγλύφανο | τα | εκγλύφανα |
γενική | του | εκγλύφανου & εκγλυφάνου |
των | εκγλύφανων & εκγλυφάνων |
αιτιατική | το | εκγλύφανο | τα | εκγλύφανα |
κλητική | εκγλύφανο | εκγλύφανα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκγλύφανο ουδέτερο
- χαλύβδινο οδοντωτό εργαλείο που χρησιμεύει για κοπή ή κατεργασία
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γλύφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκγλύφανο
|