Μετάβαση στο περιεχόμενο

εκγλύφανο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκγλύφανο τα εκγλύφανα
      γενική του εκγλύφανου
& εκγλυφάνου
των εκγλύφανων
& εκγλυφάνων
    αιτιατική το εκγλύφανο τα εκγλύφανα
     κλητική εκγλύφανο εκγλύφανα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκγλύφανο < εκ- + γλύφανο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εκγλύφανο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]