εμότζι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμότζι < απροσάρμοστο (άμεσο δάνειο) αγγλική emoji < ιαπωνική 絵文字 (emoji) < (e, εικόνα) + 文字 (moji, χαρακτήρας)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈmo.d͡zi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐μό‐τζι
εμότζι που δηλώνει απογοήτευση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εμότζι ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]