επίκυψη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίκυψη οι επικύψεις
      γενική της επίκυψης* των επικύψεων
    αιτιατική την επίκυψη τις επικύψεις
     κλητική επίκυψη επικύψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επικύψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επίκυψη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επίκυψη θηλυκό

  • άσκηση κατά την οποία κάποιος σκύβει βαθιά χωρίς να λυγίσει τα γόνατα και προσπαθεί να αγγίξει το έδαφος με τα δάκτυλα των τεντωμένων χεριών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]