επί ποδός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επί ποδός < αρχαία ελληνική ἐπί + γενική ενικού του πούς

Έκφραση[επεξεργασία]

επί ποδός

  1. (κυριολεκτικά) που στέκεται στα πόδια του, όρθιος
  2. (μεταφορικά) έτοιμος, σε ετοιμότητα
    Κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου οι δυνάμεις της Τροχαίας βρίσκονταν επί ποδός για να διευκολύνουν την επιστροφή των εκδρομέων.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]