επί χάρτου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επί χάρτου < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπὶ χάρτου → δείτε επί, ἐπὶ & λόγια γενική ενικού χάρτου του χάρτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /epi‿ˈxaɾtu/
Έκφραση[επεξεργασία]
επί χάρτου
- (λόγιο, κυριολεκτικά) πάνω στον χάρτη
- (λόγιο, κατ’ επέκταση) στο χαρτί, σε αντίθεση με το πεδίο της δράσης
- ↪ Σχεδιάστηκε η διάσωση των ομήρων επί χάρτου, προτού διεισδύσει η μονάδα στο κτίριο.
- (λόγιο, μεταφορικά) στα χαρτιά, θεωρητικά
- ↪ Η ιδέα φαίνεται καλή επί χάρτου, αλλά στην πράξη τα ψεγάδια είναι προφανή.
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- ασκήσεις επί χάρτου (στρατιωτικός όρος)
- σχέδια επί χάρτου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- χἀρτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χάρτης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)