επακούμβηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επακούμβηση οι επακουμβήσεις
      γενική της επακούμβησης* των επακουμβήσεων
    αιτιατική την επακούμβηση τις επακουμβήσεις
     κλητική επακούμβηση επακουμβήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επακουμβήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επακούμβηση < επακουμβώ + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επακούμβηση θηλυκό

  • (ναυτικός όρος, λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επακουμβώ, η ελαφρά πρόσκρουση, η επαφή δυο πλοίων
    ※  Το τουρκικό εμπορικό πλοίο «ΚΑRΜΑΤΕ», σημαίας Τουρκίας, έχει παραβιάσει διεθνείς κανονισμούς ναυσιπλοΐας, σύμφωνα με ανακοίνωση του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (ΓΕΝ), το οποίο περιγράφει μάλιστα το περιστατικό ως «επακούμβηση». Αναλυτικά στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι το τουρκικό πλοίο «προσέγγισε και επακούμβησε με την κανονιοφόρο "Αρματωλός", στη θαλάσσια περιοχή νοτιοανατολικά ν. Μυτιλήνης (Τουρκικό εμπορικό πλοίο έπεσε πάνω σε ελληνική κανονιοφόρο ανοιχτά της Λέσβου, 04.05.2018, εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ([1])
    ※  Αποκαλυπτική είναι η φωτογραφία, με την ζημιά που υπέστη η τουρκική φρεγάτα Kemal Reis, ύστερα από την επακούμβηση της φρεγάτας Λήμνος. (Ντοκουμέντο: Η ζημιά του Kemal Reis από την επακούμβηση με το Λήμνος, 19/8/2020 [2])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]